- πατρωνεία
- και πατρωνία, ἡ, Αη ιδιότητα τού πάτρωνα, η προστασία και αντιπροσώπευση τού δούλου που απελευθερώθηκε από τον πρώην κύριό του γενικά και ειδικά μπροστά στα δικαστήρια.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πατρωνεία < πατρωνεύω, ενώ ο τ. πατρωνία < πάτρων].
Dictionary of Greek. 2013.